ασυμφώνητος

ασυμφώνητος
η , ο [ος , ον ]
1) несогласованный; не достигший соглашения; 2) см. ασυμφώνιστος; 3) без предварительного соглашения; не договорившись заранее;

ασυμφώνητοι βρεθήκαμε στο ίδιο βαγόνι — мы случайно оказались в одном вагоне


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασυμφώνητος" в других словарях:

  • ασυμφώνητος — ασυμφώνητος, η, ο και ασυμφώνιστος, η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δεν έγινε συμφωνία, παζάρεμα: Του έδωσε τη δουλειά ασυμφώνητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυμφώνητος — και ιστος, η, ο 1. όποιος δεν έχει συμφωνηθεί, αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει συμφωνία 2. εκείνος που δεν έχει ή που δεν είναι πρόθυμος να συμφωνήσει με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»